- θελκτώ
- θελκτώ, -οῦς, ή (Α)(κατά το λεξικό Σούδα) αυτή που γοητεύει, που σαγηνεύει.[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τ. τού θέλκτωρ κατά τα θηλ. σε -ώ (πρβλ. ανθρωπώ, λακων. θηλ. τ. τού άνθρωπος, κατά τον Ησύχ.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… … Dictionary of Greek